λεπτῶν

λεπτῶν
λεπτόν
neut gen pl
λεπτός
peeled
fem gen pl
λεπτός
peeled
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα») 2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο») 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • δίλεπτος — και δίλεφτος, η, ο 1. αυτός που έχει αξία δύο λεπτών 2. το ουδ. ως ουσ. το δίλεπτο και δίλεφτο παλιό χάλκινο νόμισμα αξίας δύο λεπτών, δυάρα 3. φρ. «δεν δίνω δίλεπτο» αδιαφορώ τελείως …   Dictionary of Greek

  • δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • διώβολο — Αρχαίο νόμισμα δύο οβολών, ισοδύναμο με το 1/3 της δραχμής (1 δραχμή = 6 οβολοί). Ήταν ασημένιο και είχε βάρος 1,45 γρ. Στην Αθήνα το νόμισμα απεικόνιζε το κεφάλι της Αθηνάς, στραμμένο προς τα δεξιά στη μία του όψη, και δύο κουκουβάγιες στην άλλη …   Dictionary of Greek

  • εικοσάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι λεπτών («εικοσάλεπτο κέρμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάλεπτο νόμισμα είκοσι λεπτών, εικοσαράκι 3. (για χρόνο) αυτός που διαρκεί είκοσι λεπτά τής ώρας («εικοσάλεπτο διάλειμμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”